- ἔβλαστον
- βλαστάνωbudaor ind act 3rd plβλαστάνωbudaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αρτιβλαστής — ἀρτιβλαστής, ές (Α) αυτός που βλάστησε πριν λίγο ή που αναπτύχθηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + βλαστάνω (έβλαστον)] … Dictionary of Greek
βλαστάνω — και βλασταίνω και βλαστίζω (AM βλαστάνω, Α και βλαστώ, άω και βλαστώ, έω και βλαστώ, όω) 1. αποκτώ βλαστούς, πετάω βλαστάρια 2. γεννιέμαι 3. φυτρώνω, εμφανίζομαι αρχ. κάνω να βλαστήσει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Από το θ. του αορ. έβλαστον,… … Dictionary of Greek